- νευραλγικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νευραλγία (α. «νευραλγικό σημείο» — το μέρος ενός νεύρου στο οποίο καθίσταται περισσότερο αισθητό το άλγοςβ. «νευραλγικός πόνος»)2. μτφ. ευαίσθητος, ευπαθής, καίριος («το νευραλγικό σημείο τής οικονομίας»).[ΕΤΥΜΟΛ. < νευραλγία. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Αλ. Αντωνιάδη].
Dictionary of Greek. 2013.